- αλαωτυς
- ἀλαωτύςἀλᾰωτύς-ύος (ᾰλ) ἥ лишение зрения, ослепление
(ὀφθαλμοῦ Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀφθαλμοῦ Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση … Dictionary of Greek
ἀλαωτύς — ἀλαωτύ̱ς , ἀλαωτύς blinding fem acc pl ἀλαωτύς blinding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαωτύν — ἀλαωτύς blinding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek